Στην πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, είχε αφήσει πίσω του δεκάδες θύματα, όλα μέρος ενός αόρατου τρόμου. Πίστευε ότι ήταν άτρωτος στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Κι όμως, μια πινακίδα αυτοκινήτου τον πρόδωσε. Εκείνη τη στιγμή, η μοίρα του γράφτηκε πάνω σε ενα κομματι μέταλλο και ο κόσμος που είχε χτίσει γύρω από τον φόβο που έσπειρε, διαλύθηκε.
Όχι που θα γλυτώνατε.
Μικρό αλλά θανατηφόρο.... για μένα σίγουρα.
Μερικές φορές το κακό ζει δίπλα μας, κρυμμένο πίσω από το πιο οικείο πρόσωπο. Κάποιοι άνθρωποι περπατούν ανάμεσά μας χωρίς να τους καταλαβαίνουμε, αφήνοντας πίσω τους σιωπή, τρόμο και αίμα. Στην Ουκρανία, ένας τέτοιος άνθρωπος γονάτισε ολόκληρη χώρα από τον φόβο, αφήνοντας καμένα σπίτια, άδεια κρεβάτια και ψυχές που δεν μπόρεσαν ποτέ να ησυχάσουν.
Σίδνεϊ, αρχές του ’70. Ένας νεαρός βυθισμένος στην απώλεια ακούει φωνές από τον τάφο του παιδιού του. Οι φωνές ζητούν αίμα. Τυχαίοι άνθρωποι γίνονται θύματα μιας εμμονής που δεν γνωρίζει λογική. Τρεις νεκροί, μια πόλη παγωμένη από τον τρόμο, και ένας φόβος που μοιάζει να μην έχει τέλος. Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί μόνο όταν η σιωπή σπάσει και οι σκιές φανερώσουν το πρόσωπο του δολοφόνου που η μοναδική του παρέα είναι η παράνοια και μια αποστολή.
*Για σήμερα μιας και όλοι είστε διακοπές, κάτι μικρό... αλλά συνάμα ανατριχιαστικό.
Μια παγωμένη νύχτα. Μια κλειδωμένη μπαλκονόπορτα. Έξω, μια μορφή παλεύει για λίγη ζεστασιά ενώ μέσα, η κάμερα γράφει και το αδηφάγο κοινό παρακολουθεί.
Όσο τα λεπτά περνούν, η φωνή της χάνεται στο ασυγχώρητο κρύο. Και η σιωπή παίρνει τη θέση της.
Στο τέλος, οι θεατές πλήρωσαν για να δουν ακριβώς αυτό.
Και εκείνη, πλήρωσε με την ζωή της.
Μερικές βαλίτσες δεν είναι φτιαγμένες για ταξίδια. Δεν περνάνε έλεγχο ασφαλείας, δεν τις περιμένει κανείς στη μεταφορική ή σε κάποιον ιμάντα αεροδρομίου. Κουβαλούν πράγματα που κανονικά δεν χωράνε σε αποσκευές ...
εμμονές, φόβους, σώματα.
Κάποιοι τις έσερναν με νευρικότητα. Άλλοι τις άφησαν πίσω.
Όλοι τους πίστευαν πως δεν θα ανοίξουν ποτέ.
Ένα σπίτι βυθισμένο στη σιωπή. Τέσσερα σώματα, καμία φωνή. Και μια σκιά που μπήκε και βγήκε μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω της ένα έγκλημα που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Yπερβολές, αβεβαιότητες, γεγονότα, σιωπές και ερωτήματα που ακόμη αιωρούνται γίνονται ένα συνοθύλευμα σε μια υπόθεση που ίσως δεν τελειώσει ποτέ. Ένα χρονικό βίας σε μια Αμερική που κοιτάζει τον εαυτό της μέσα από το πιο σκοτεινό της είδωλο.
Στο φρέσκο χώμα βαθιά ίχνη μαρτυρούν την παρουσία του. Εκεί, να περιμένει, να παρακολουθεί, να επιμένει. Και όταν η στιγμή έρθει να επιτεθεί. Να εξαλείψει κάθε ζωή.
Χρόνια ολόκληρα χωρίς κανείς να συνδυάσει τις κουκίδες. Τόσα ονόματα, τόσες ευκαιρίες.
Για δεκαετίες ο τρόμος έκλεινε στα σαγόνια του ολόκληρες γειτονιές. Και το δάγκωμά του ήταν δολοφονικό.
Μέσα στη σκιά ενός σκοτεινού δρόμου, δύο ψυχές η Lady Sundown και ο Nightrider κινούνται μαζί, σαν ένα διαβολικο δίδυμο, μια σύγχρονη εκδοχή των Bonnie και Clyde. Μα εδώ δεν υπάρχει ρομαντισμός ή ηρωισμός· μόνο μια αρρωστημένη σύνδεση που σπέρνει τον τρόμο και την καταστροφή στο πέρασμά τους.μια βουτιά στα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, όπου η αγάπη και ο τρόμος μπλέκονται με τρόπο που μόνο οι πιο επικίνδυνοι και οι πιο αρρωστημενοι μπορούν να καταλάβουν.
Βυθισμένος σε μια σιωπηλή παράνοια, διέσχισε τη γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο και το κτήνος χωρίς ποτέ να κοιτάξει πίσω. Τα εγκλήματά του δεν ήταν απλώς βίαια — ήταν μια διαστροφή της ίδιας της έννοιας της ζωής. Στα χέρια του, η αθωότητα γινόταν στόχος, το σώμα εργαλείο εξουσίας, και ο θάνατος μια τελετουργία χωρίς λύτρωση. Δεν σκότωνε για να καλύψει ίχνη· σκότωνε για να νιώσει. Και μέσα σε αυτό το σκοτάδι, δεν υπήρχε ούτε ίχνος τύψης. Μονάχα η παγωμένη αδιαφορία ενός μυαλού που είχε μάθει να ζει χωρίς ψυχή.
Μια πόρτα κλειδωμένη από μέσα, πίσω από την οποία κρύβεται ένα μυστήριο που κανείς δεν κατάφερε να λύσει. Ίχνη αίματος σε μέρη που μοιάζουν να μην έχουν καμία λογική εξήγηση. Ένα τηλέφωνο που χτυπάει και κλείνει ξαφνικά, σαν να κρύβει μυστικά που φοβάται να αποκαλύψει. Ύποπτοι σε μια υπόθεση γεμάτη σκοτεινά σημεία και αντιφάσεις. Υπηρέτες, γείτονες, φίλοι — όλοι έχουν κάτι να κρύψουν ή να φοβούνται. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, και η αλήθεια μοιάζει να ξεγλιστρά μέσα από τα κενά, τις κλειδωμένες πόρτες και τις σκιές που καλύπτουν τα πάντα.
Σελίδες ημερολογίων...κιτρινισμένες από τον χρόνο, γεμάτες ακατανότητες φαντασιώσεις, μουτζούρες, λίστες με ονόματα... λεκιασμένες με σταγόνες ιδρώτα και αίματος.
Κλείνουν μέσα τους ένα μυαλό τόσο διεστραμμένο που η κόλαση δεν θα άνοιγε τις πύλες της για αυτόν.
Επιθυμίες φονικές, μεγαλεπήβολα όνειρα για θάνατο και δύναμη.
Σελίδες από το Βιβλίο του Θανάτου.
Στο σκοτεινό δωμάτιο, ακούγονται δάκτυλα να πληκτρολογούν μανιασμένα. Μια ανάσα να βγαίνει τρεμάμενη. Τα μάτια, στολισμένα με μαύρους κύκλους από τις πολλές ώρες, κολλημένα σε μια οθόνη υπολογιστή. Είναι όλη του η ζωή. Όλος του ο κόσμος. Μόνο αυτή τον ακούει, τον καταλαβαίνει, τον νοιάζεται. Δεν μπορεί να φανταστεί την ζωή του χωρίς αυτή. Κανείς δεν θα του σταθεί εμπόδιο. Ούτε καν το ίδιο του το αίμα.
Σε μια πόλη όπου το σκοτάδι δεν είναι απλώς απουσία φωτός, αλλά μια ύπαρξη από μόνο του, ένα κόκκινο φορτηγάκι γλιστρά αθόρυβα μέσα στη νύχτα. Δεν είναι απλώς ένα όχημα — είναι το κουτί με τα μυστικα, εκει που γεννιούνται οι εφιάλτες που κανείς δεν θέλει να θυμάται.
Μια ιστορία χωρίς ονόματα, χωρίς πρόσωπα, μόνο σκιές και ψίθυροι. Εκεί που οι πιο απόκοσμοι φόβοι γίνονται πραγματικότητα, και οι εφιάλτες μοιάζουν με ευλογία.
Καλωσήρθατε στο Σικάγο, όπου τα όρια μεταξύ ονείρου και τρόμου έχουν σβήσει.
Ένας άνθρωπος με κύρος και γνώση έκρυβε μέσα του έναν αόρατο εφιάλτη. Κάτω από την επιφάνεια ενός γάμου που έμοιαζε τέλειος, ξετυλίχθηκε μια σιωπηλή κόλαση — κραυγές που δεν ακουγόντουσαν, πληγές που δεν έβλεπε κανείς. Πίσω από την λευκή ρόμπα, μια παρανοϊκή άβυσσος. Σε εκείνο το δωμάτιο, η δικαιοσύνη έκλεισε τα μάτια.
Τα βήματά του μέσα στο ίδιο του το σπίτι τον οδηγούν στην κόλαση. Οι σκέψεις του θολές, αλλά με συγκεκριμένη κατεύθυνση. Με μόνο ένα αποτέλεσμα: να προκαλέσει πόνο και όλεθρο. Ένα μονοπάτι βαμμένο στα κόκκινα και μία εντολή από ψηλά. Μετά την καταστροφή, ένα τέλος σχεδόν αθόρυβο, που αφήνει πίσω του διαλυμένες ψυχές.
Φαντάσου ένα ήσυχο σπίτι, βυθισμένο στο σκοτάδι μιας φαινομενικά ήρεμης νύχτας. Κάτι καραδοκεί απ’ έξω—ή ίσως είναι ήδη μέσα. Όταν το κακό αποφασίζει να χτυπήσει, δεν κάνει φασαρία. Μπαίνει αθόρυβα, μένει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι… και αφήνει πίσω του μόνο σιωπή. Αυτό δεν είναι ένα απλό έγκλημα. Είναι ένας εφιάλτης που ξετυλίγεται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας οικογένειας. Ένα σκοτεινό παραμύθι χωρίς ήρωες—μόνο ένα τέρας και μια σειρά από ματωμένα ίχνη.
Ένας έρημος επαρχιακός δρόμος. Ένα σκουριασμένο φορτηγό που δεν λέει να σε προσπεράσει. Σου κολλάει από πίσω, κινείται επιθετικά, σαν να έχει στόχο μόνο εσένα. Δεν τον ξέρεις, δεν του έκανες τίποτα — όμως σε ακολουθεί. Τι κάνεις όταν ο δρόμος μπροστά στενεύει και πίσω σου πλησιάζει κάποιος που δεν έχει τίποτα να χάσει; Μια ιστορία που ξεκινά με ένα απλό ταξίδι με αυτοκίνητο… και μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Ανάμεσα από τις μυρωδιές του γευστικού κάρυ, πίσω από το εμβληματικό Taj Mahal και σε πλήρη αρμονία με τις ήρεμες ψαλμωδίες και κινήσεις της yoga, μία άλλη Ινδία ξεπροβάλλει. Όχι αυτή που απεικονίζει θρυλικές σκηνές από Bollywood ή τις πολύχρωμες υπαίθριες αγορές με τα εκατοντάδες μπαχαρικά.
Αυτή που ζει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Αυτή που ψυχρά στέλνει ζωές στον θάνατο και έχει τους ήχους της κόλασης για νανούρισμα. Πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας, καθημερινά, σκορπίζουν τρόμο σαν εκτελεστές.
Σε μια χώρα με ένα τόσο τρομακτικό πρόσωπο που ακόμα δεν έχετε δει τα χειρότερα.
Στο ήσυχο πανεπιστημιακό τοπίο του Μίσιγκαν, μια σκιά απλώθηκε αθόρυβα. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, ο φόβος πήρε σάρκα και οστά· νεαρές γυναίκες εξαφανίζονταν, για να βρεθούν αργότερα νεκρές, βίαια παραμορφωμένες, εγκαταλειμμένες σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Οι δρόμοι του Ypsilanti και του Ann Arbor γέμισαν ψίθυρους, τα βήματα έγιναν προσεκτικά, τα βλέμματα καχύποπτα. Δεν ήταν μόνο οι ζωές που χάθηκαν—ήταν η αθωότητα μιας ολόκληρης κοινότητας που σβήστηκε μέσα στη σιωπή του τρόμου.